χρησμῳδικός

From LSJ
Revision as of 21:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησμῳδικός Medium diacritics: χρησμῳδικός Low diacritics: χρησμωδικός Capitals: ΧΡΗΣΜΩΔΙΚΟΣ
Transliteration A: chrēsmōidikós Transliteration B: chrēsmōdikos Transliteration C: chrismodikos Beta Code: xrhsmw|diko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A oracular, Luc.Alex.22. Adv. -κῶς Eust.45.39.

German (Pape)

[Seite 1375] ή, όν, dem Orakelsänger gehörig, ihm eigen, prophetisch, Luc. Alex. 22, adv. χρησμῳδικῶς.

Greek (Liddell-Scott)

χρησμῳδικός: -ή, -όν, μαντικός, Λουκ. Ἀλέξ. 22. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 45. 39.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les oracles, prophétique.
Étymologie: χρησμῳδός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χρησμῳδός
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον χρησμωδό, μαντικός.
επίρρ...
χρησμῳδικῶς Μ
με χρησμῳδικό τρόπο.

Greek Monotonic

χρησμῳδικός: -ή, -όν, μαντικός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

χρησμῳδικός: прорицательский (sc. λοξὰ καὶ ἀμφίβολα Luc.).

Middle Liddell

χρησμῳδικός, ή, όν
oracular, Luc. [from χρησμῳδός