χυτικός
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
ή, όν, (χέω)
A having a dissolving power, Arist.Pr.863a6, Gal.11.711.
German (Pape)
[Seite 1385] zum Gießen, Ausgießen geschickt, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
χῠτικός: -ή, -όν, (χέω) ὁ ἔχων διαλυτικὴν δύναμιν, Ἀριστ. Προβλ. 1. 30, Γαλην. τ. 13, σ. 115.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που έχει διαλυτικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -τικός].
Russian (Dvoretsky)
χῠτικός: χυτός I] растворяющий, разжижающий или мягчительный (καταπλάσματος ἀρετή Arst.).