χρωματουργός

From LSJ
Revision as of 21:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρωμᾰτουργός Medium diacritics: χρωματουργός Low diacritics: χρωματουργός Capitals: ΧΡΩΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: chrōmatourgós Transliteration B: chrōmatourgos Transliteration C: chromatourgos Beta Code: xrwmatourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A dyer, Rhetor. ib.8(4).137.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
τεχνίτης ή βιομήχανος που παρασκευάζει χρώματα, βαφές
αρχ.
αυτός που χρωματίζει κάτι, βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. θαυματ-ουργός].