χρωματουργός
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Full diacritics: χρωμᾰτουργός | Medium diacritics: χρωματουργός | Low diacritics: χρωματουργός | Capitals: ΧΡΩΜΑΤΟΥΡΓΟΣ |
Transliteration A: chrōmatourgós | Transliteration B: chrōmatourgos | Transliteration C: chromatourgos | Beta Code: xrwmatourgo/s |
ὁ,
A dyer, Rhetor. ib.8(4).137.
ο, ΝΑ
νεοελλ.
τεχνίτης ή βιομήχανος που παρασκευάζει χρώματα, βαφές
αρχ.
αυτός που χρωματίζει κάτι, βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. θαυματ-ουργός].