ἀμυγδαλίτης
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A = τιθύμαλλος χαρακίας, spurge, spurge of the genus Euphorbia, almond-like, amygdaloid, amygdalites, Dsc.4.164, Plin.HN26.70.
German (Pape)
[Seite 130] ὁ, Mandeln ähnlich, Plin. H. N. 26, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυγδαλίτης: [ῑ], ὁ, = τῷ ἑπομ., Πλίν. 26. 8.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ bot. trovisco macho, Euphorbia charadas L., Dsc.4.164
•Euphorbia platyphyllos L., Plin.HN 26.70.
Greek Monolingual
ο αμυγδαλή
1. συνήθως στον πληθ. οι αμυγδαλίτες
οι αμυγδαλές του λαιμού
2. φλεγμονή τών αμυγδαλών, αμυγδαλίτιδα.
Russian (Dvoretsky)
ἀμυγδαλίτης: миндалевидный, похожий на миндаль Plin.