ἀνανευστικῶς

From LSJ
Revision as of 12:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανευστικῶς Medium diacritics: ἀνανευστικῶς Low diacritics: ανανευστικώς Capitals: ΑΝΑΝΕΥΣΤΙΚΩΣ
Transliteration A: ananeustikō̂s Transliteration B: ananeustikōs Transliteration C: ananefstikos Beta Code: a)naneustikw=s

English (LSJ)

Adv.

   A showing a disposition to refuse, Arr.Epict.1.14.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανευστικῶς: ἐπίρρ. ἀρνητικῶς, τοῖς μὲν συγκαταθετικῶς, τοῖς δὲ ἀνανευστικῶς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 14, 7.

Spanish (DGE)

adv. rechazando, con rechazo ἀπὸ μυρίων πραγμάτων κινεῖσθαι ... ἅμα δὲ συγκαταθετικῶς, τοῖς δ' ἀνανευστικῶς Arr.Epict.1.14.7.

Greek Monolingual

ἀνανευστικῶς επίρρ. (Α) ἀνανεύω
δείχνοντας διάθεση για άρνηση, αρνητικά.