ἀποδιοπομπητέον
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
A one must reject with abhorrence, Plu.2.73d.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἀποδιοπομπέομαι.
Spanish (DGE)
hay que repudiar ἐκεῖνα Plu.2.73d.