ἀποδρομή

From LSJ
Revision as of 14:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδρομή Medium diacritics: ἀποδρομή Low diacritics: αποδρομή Capitals: ΑΠΟΔΡΟΜΗ
Transliteration A: apodromḗ Transliteration B: apodromē Transliteration C: apodromi Beta Code: a)podromh/

English (LSJ)

ἡ,

   A harbour of refuge, σκάφαις dub. in Peripl.M.Rubr. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδρομή: ἡ, (δραμεῖν) τὸ ἀποτρέχειν, παρέκκλισις, ἀποπλάνησις ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 493.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 puerto de poco calado, refugio σκάφαις Peripl.M.Rubri 3.
2 huída fig. τὴν ἀχάλινον ἀποδρομὴν ... εἰς ... ἐπιθυμίας Cyr.Al.M.68.381C.

Greek Monolingual

ἀποδρομή, η (Μ) δρομή
η παρέκκλιση από την ευθεία οδό
νεοελλ.
επίρρ. απόδρομο και απόδρομα
μακριά από τον δρόμο.