ἐγκλεισμός
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ὁ,
A shutting up, λόγου Eust.1391.63; ἐν ἐγκλεισμῷ under lock and key, POxy.1734.6.
German (Pape)
[Seite 708] ὁ, die Einschließung, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκλεισμός: ὁ, τὸ ἐγκλείειν, Εὐστ. 1391. 63.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 hecho de encerrar o guardar, almacenamiento c. gen. οἴνου PGiss.31.23 (II d.C.), cf. PCol.280.15 (III d.C.).
2 encierro ἔστιν ἐν ἐ<γ>κλεισμῷ hay (forraje) almacenado, POxy.1734.6 (II/III d.C.), cf. Mac.Aeg.Serm.B 61.1.7
•cierre, suspensión τὸ σιγᾶν ἐγκλεισμῷ λόγου ἔοικε Eust.1391.63.
2 enclaustramiento, vida de ermitaño Nil.M.79.244A, ἐ. καὶ σιδηροφορία Pall.H.Laus.45.2.
Greek Monolingual
ἐγκλεισμός, ο (Α)
έγκλειση.