ἐμετός

From LSJ
Revision as of 14:45, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμετός Medium diacritics: ἐμετός Low diacritics: εμετός Capitals: ΕΜΕΤΟΣ
Transliteration A: emetós Transliteration B: emetos Transliteration C: emetos Beta Code: e)meto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A vomited, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμετός: ἴδε ἔμετος ἐν τέλει.

Greek Monolingual

και έμετος, ο (AM ἔμετος)
αντανακλαστικό φαινόμενο από ποικίλες αιτίες κατά το οποίο εξέρχεται από το στόμα το περιεχόμενο του στομάχου
νεοελλ.
αίσθημα αηδίας
αρχ.
τάση για εμετό, αναγούλα.