μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Full diacritics: ἐνάκανθος | Medium diacritics: ἐνάκανθος | Low diacritics: ενάκανθος | Capitals: ΕΝΑΚΑΝΘΟΣ |
Transliteration A: enákanthos | Transliteration B: enakanthos | Transliteration C: enakanthos | Beta Code: e)na/kanqos |
[ᾰκ], ον,
A spinous, Thphr.HP3.10.1.
[Seite 825] mit Dornen versehen, Theophr.
ἐνάκανθος: -ον, ἔχων ἀκάνθας, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 10. 1.
-η, -ο (AM ἐνάκανθος, -ον)
αυτός που έχει αγκάθια, ο αγκαθωτός.