ἐναποκινδυνεύω
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
A run a hazard in or with, στόλῳ D.C.49.2, cf. J.AJ2.9.4.
German (Pape)
[Seite 828] eine Gefahr bestehen, einen Kampf wagen, τινί, Sp., z. B. D. Cass. 49, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποκινδῡνεύω: ἀποκινδυνεύω ἔν τινι, μάχομαι παραβόλως, οὐ μέν τοι καὶ ἐναποκινδυνεῦσαι παντὶ τῷ στόλῳ τολμῶντες Δίων Κ. 49. 2· ἐναποκινδυνεύει, οὐ τῷ παιδὶ μόνον..., ἀλλὰ καὶ αὐτῷ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 9, 4· ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει παραβαλλόμενος.
Spanish (DGE)
correr el riesgo con παντὶ τῷ στόλῳ D.C.49.2.2, τῷ παιδί I.AI 2.219, cf. Hsch.s.u. παραβαλλόμενος.
Greek Monolingual
ἐναποκινδυνεύω (Α)
αντιμετωπίζω κίνδυνο σε κάτι ή με κάποιον, ριψοκινδυνεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐναποκινδυνεύω: подвергать опасности, рисковать (ἑπτακισχιλίοις πολίταις Plut.).