ἐνιαυτοφανής

From LSJ
Revision as of 15:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνῐαυτοφᾰνής Medium diacritics: ἐνιαυτοφανής Low diacritics: ενιαυτοφανής Capitals: ΕΝΙΑΥΤΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: eniautophanḗs Transliteration B: eniautophanēs Transliteration C: eniaftofanis Beta Code: e)niautofanh/s

English (LSJ)

ές,

   A yearly seen, Ptol.Phas.p.9 H.

German (Pape)

[Seite 844] ές, jährlich erscheinend, Ptolem.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνιαυτοφᾰνής: -ές, ὁ κατ’ ἔτος φαινόμενος, Πτολεμ. παρὰ Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. τ. 4, σ. 427.

Spanish (DGE)

-ές
astron. que se hace visible anualmente φάσεις Ptol.Phas.9.18, 26.

Greek Monolingual

ἐνιαυτοφανής, -ές (Α)
αυτός που εμφανίζεται κάθε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενιαυτός + -φανής < εφάνην, αόρ. του φαίνομαι].