ἐπίσωμος
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ον, (σῶμα)
German (Pape)
[Seite 988] wohlbeleibt, dick, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσωμος: -ον, (σῶμα) σωματώδης, «γεμᾶτος», ἐν τῷ συγκρ., ἐπισωμότερον Διοσκ. 175 (176).
Greek Monolingual
ἐπίσωμος, -ον (AM)
νεοελλ.
(εντομ.) το αρσ. ως ουσ. γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
ογκώδης, σωματώδης, γεμάτος.