ἐπισέληνος

From LSJ
Revision as of 16:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισέληνος Medium diacritics: ἐπισέληνος Low diacritics: επισέληνος Capitals: ΕΠΙΣΕΛΗΝΟΣ
Transliteration A: episélēnos Transliteration B: episelēnos Transliteration C: episelinos Beta Code: e)pise/lhnos

English (LSJ)

ον, (σελήνη)

   A moon-shaped: ἐπισέληνα, τά, cakes of this shape, Pl.Com.174.10 (nisi leg. -σέλινα); = πόπανα μηνοειδῆ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 976] mondförmig, ἐπισέληνα, mondförmige Kuchen, πόπανα μηνοειδῆ Hesych.; Plat. com. bei Ath. X, 441 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισέληνος: -ον, (σελήνη) ἔχων σχῆμα σελήνης· ἐπισέληνα, τά, πλακοῦντες τοιούτου σχήματος, λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπισέληνα· πόπανα μηνοειδῆ».

Greek Monolingual

ἐπισέληνος, -ον (Α) σελήνη
μηνοειδής, αυτός που έχει το σχήμα της σελήνης («λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα», Πλάτ. Κωμ.).