ἰβυκτήρ
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, in Cretan,
A one who begins a war-song, Hsch. (-βηκ- cod.). ἰβύκχα· σεμνότης, ἢ σωρὸς κρεῶν, Id. (-ύηχ- cod.). ἶβυξ, υκος,= ἶβις, Id. ἴβυς, υος, ὁ,= εὐφημία, στιγμή, Id. ἰβύω, shout: strike, Id.; cf. ἰβῶν· εὐφημῶν, στάζων, Id. ἴγα, in Cretan,= σίγα, Id. ἴγγι τινί: ἐπιθυμίᾳ τινὶ ἑλκομένη, Id. (leg. ἴυγγι). ἴγγια· εἷς (Cypr.), Id. ἴγδην and ἴγνην· ἄρσην, Id.
Greek Monolingual
ἰβυκτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
(στην Κρήτη) αυτός που κάνει την έναρξη πολεμικού άσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ + -κτηρ (πρβλ. ζευ-κτήρ, θελ-κτήρ)].