ἰσόπτερος
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
ον,
A gloss on ἄπτερος, Sch.A.Ag.276:—also ἰσόπτεροι· ἰσότιμοι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1266] flügelgleich, flügelschnell, so erkl. Schol. Aesch. Ag. 276 ἄπτερος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόπτερος: -ον, ἴσος πτερῷ, ἐλαφρός, ταχύς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 272.
Greek Monolingual
ἰσόπτερος, -ον (Α)
γρήγορος σαν φτερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. κολεό-πτερος, ορθό-πτερος].