ἱματηγός

From LSJ
Revision as of 15:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμᾰτηγός Medium diacritics: ἱματηγός Low diacritics: ιματηγός Capitals: ΙΜΑΤΗΓΟΣ
Transliteration A: himatēgós Transliteration B: himatēgos Transliteration C: imatigos Beta Code: i(mathgo/s

English (LSJ)

όν,

   A loaded with apparel, ναῦς Thphr.Lap. 68.

German (Pape)

[Seite 1252] Kleider führend, ναῦς Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτηγός: -όν, ὁ φέρων, μεταφέρων ἱμάτια, ναῦς Θεόφρ. π. Λίθ. 68.

Greek Monolingual

ἱματηγός, -όν (Α)
αυτός που μεταφέρει ιμάτια, ρούχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + -ηγός (< ἄγω, με λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»), πρβλ. αρχ-ηγός, κυν-ηγός].