ὀπωροκάπηλος
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ or ἡ,
A fruiterer, greengrocer Alciphr.3.60.
German (Pape)
[Seite 365] Obsthändler, Alciphr. 3, 60.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωροκάπηλος: ὁ ἢ ἡ, ὀπωροπώλης, Ἀλκίφρων 3. 60.
Greek Monolingual
ὀπωροκάπηλος, ὁ ή ἡ (Α)
οπωροπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιο-κάπηλος)].