Full diacritics: ὀσπριώδης | Medium diacritics: ὀσπριώδης | Low diacritics: οσπριώδης | Capitals: ΟΣΠΡΙΩΔΗΣ |
Transliteration A: ospriṓdēs | Transliteration B: ospriōdēs | Transliteration C: ospriodis | Beta Code: o)spriw/dhs |
ες,
A like pulse, Aq.Le.2.14, Orib.Fr.80.
[Seite 397] ες, von der Art der Hülsenfrüchte, ihnen ähnlich, Athen.
ὀσπριώδης: -ες, (εἶδος), ὅμοιος πρὸς ὄσπριον, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. (Λευιτ. Β΄, 14).
-ες (ΑΜ ὀσπριώδης, -ῶδες) όσπριον
όμοιος με όσπριο.