ὀφιοπρόσωπος
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
ον,
A with serpent face, dub. cj. in Sch. Veron. Verg.A.7.341.
German (Pape)
[Seite 426] mit einem Schlangengesicht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφιοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον ὄφεως, Asper εἰς Οὐεργίλ. σ. 52 Mai.
Greek Monolingual
ὀφιοπρόσωπος, -ον (Α)
(αμφβλ. γρφ.) αυτός που έχει πρόσωπο φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + πρόσωπον.