ὁμονοεῖον
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
τό,
A temple of Concord, D.C.49.18, etc.
German (Pape)
[Seite 338] τό, der Tempel der Eintracht, D. Hal. 49, 18 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμονοεῖον: τό, ὁ ναὸς τῆς Ὁμονοίας, Δίων Κ. 49. 18, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 172.