Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁλόστομος

From LSJ
Revision as of 15:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόστομος Medium diacritics: ὁλόστομος Low diacritics: ολόστομος Capitals: ΟΛΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: holóstomos Transliteration B: holostomos Transliteration C: olostomos Beta Code: o(lo/stomos

English (LSJ)

ον,

   A tempered all through, of an iron ring, PMag.Par.1.2961 ; σίδηρος Cyran.6.

Spanish

templado por completo

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
ζωολ. χαρακτηρισμός του οστράκου τών γαστερόποδων μαλακίων που έχει στόμιο χωρίς εντομή.
(II)
ὁλόστομος, -ον (Α)
(για σιδερένιο δακτυλίδι) ο εξ ολοκλήρου στομωμένος, βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + στόμα.