ὁρμίσκος

From LSJ
Revision as of 15:19, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμίσκος Medium diacritics: ὁρμίσκος Low diacritics: ορμίσκος Capitals: ΟΡΜΙΣΚΟΣ
Transliteration A: hormískos Transliteration B: hormiskos Transliteration C: ormiskos Beta Code: o(rmi/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ὅρμος,

   A small necklace, IG12.317.6, Chares 3 J., LXX Ca.1.10, IG12(8).51.18 (Imbros, ii B. C.), Ph.1.665, Ael.NA8.4.    2 signetcord, LXX Ge.38.18, J.AJ1.16.2.    3 collar, Hsch.

German (Pape)

[Seite 382] ὁ, dim. von ὅρμος, Halsbändchen, Chares bei Ath. III, 93 c.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ὅρμος, μικρὸν περιδέραιον, Χάρης παρ’ Ἀθην. 93D, Φίλων 1. 665. – Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁρμίσκοι· περιτραχήλιοι κόσμοι γυναικεῖοι».

Greek Monolingual

(I)
ὁρμίσκος, ὁ (Α) [όρμος (Ι)]
1. μικρό περιδέραιο
2. σφραγίδα σε δαχτυλίδι.
(II)
ο
μικρός όρμος, λιμανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρμος (ΙΙ). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίσση].