ὁρμίσκος
From LSJ
γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
English (LSJ)
ὁ, Dim. of ὅρμος,
A small necklace, IG12.317.6, Chares 3 J., LXX Ca.1.10, IG12(8).51.18 (Imbros, ii B. C.), Ph.1.665, Ael.NA8.4. 2 signetcord, LXX Ge.38.18, J.AJ1.16.2. 3 collar, Hsch.
German (Pape)
[Seite 382] ὁ, dim. von ὅρμος, Halsbändchen, Chares bei Ath. III, 93 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ὅρμος, μικρὸν περιδέραιον, Χάρης παρ’ Ἀθην. 93D, Φίλων 1. 665. – Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁρμίσκοι· περιτραχήλιοι κόσμοι γυναικεῖοι».
Greek Monolingual
(I)
ὁρμίσκος, ὁ (Α) [όρμος (Ι)]
1. μικρό περιδέραιο
2. σφραγίδα σε δαχτυλίδι.
(II)
ο
μικρός όρμος, λιμανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρμος (ΙΙ). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίσση].