ὑδρωπισμός

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρωπισμός Medium diacritics: ὑδρωπισμός Low diacritics: υδρωπισμός Capitals: ΥΔΡΩΠΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hydrōpismós Transliteration B: hydrōpismos Transliteration C: ydropismos Beta Code: u(drwpismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = ὑδρωπίασις, Asclep. ap. Cael.Aur.CPi.14.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρωπισμός: -όν, = ὑδρωπίασις, Cael. Aur. Acut. 1, 14, § 108.

Greek Monolingual

ο / ὑδρωπισμός, ΝΑ
νεοελλ.
ιατρ.
1. παθολογική κατάσταση που οφείλεται στον ύδρωπα
2. τάση για ύδρωπα και για οιδήματα
αρχ.
ύδρωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδρωψ, -ωπος + -ισμός].