ὑδρογάστωρ
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ,
A with water in the belly, dropsical, Man.1.155.
German (Pape)
[Seite 1173] ορος, wasserbäuchig, die Bauchwassersucht habend, Man. 1, 153.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρογάστωρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὕδωρ εἰς τὴν κοιλίαν, ὑδρωπικός, Μανέθων 1. 155.
Greek Monolingual
-ορός, ὁ, ἡ, Α
ο υδρωπικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. χειρο-γάστωρ].