ὑπεξούσιος

From LSJ
Revision as of 17:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεξούσιος Medium diacritics: ὑπεξούσιος Low diacritics: υπεξούσιος Capitals: ΥΠΕΞΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: hypexoúsios Transliteration B: hypexousios Transliteration C: ypeksoysios Beta Code: u(pecou/sios

English (LSJ)

α, ον, but ος, ον POxy. (v. infr.),

   A subject to the power of another, opp. αὐτεξούσιος, Cod.Just.6.4.4.25, Sch.E.Andr.411,628; θυγάτηρ POxy.129.2 (vi A. D.), cf. Mich.in EN45.33; = filius familias, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1188] der Gewalt eines Andern unterworfen, unterthänig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεξούσιος: -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς τὴν ἐξουσίαν ἑτέρου, ἀντίθετον τῷ αὐτεξούσιος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 311, 628· ἡ εὐδαιμονία τῶν ὑπεξουσίων ἄκραν ἀνακηρύττει σύνεσιν τῆς ἐξουσίας Φωτ. Ἐπιστ. σ. 43, 22.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπεξούσιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, εξαρτημένος
2. (για ανήλικο παιδί) αυτός που βρίσκεται υπό την κηδεμονία τών γονιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξουσία (πρβλ. συν-εξούσιος)].