ὑποδηματορράφος

From LSJ
Revision as of 16:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδημᾰτορράφος Medium diacritics: ὑποδηματορράφος Low diacritics: υποδηματορράφος Capitals: ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: hypodēmatorráphos Transliteration B: hypodēmatorraphos Transliteration C: ypodimatorrafos Beta Code: u(podhmatorra/fos

English (LSJ)

[ρᾰ], ὁ, (ῥάπτω)

   A shoemaker, Hdn.Gr.1.225, al., Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδημᾰτορράφος: ὁ, (ῥάπτω) ὁ ῥάπτων ὑποδήματα, Ἀρκάδ. 84, Συνέσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόδημα, ὑποδήματος + -ρραφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ἱστιο-ρράφος].