ὑποσφίγγω
From LSJ
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
English (LSJ)
A bind tight below, Nonn.D.26.262.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσφίγγω: σφίγγω κάτωθεν, Ἀνθ. Παλ. 2. 81, Νόνν. Δ. 26. 262.
French (Bailly abrégé)
serrer en dessous ou un peu.
Étymologie: ὑπό, σφίγγω.
Greek Monolingual
Α σφίγγω
σφίγγω αποκάτω ή λίγο.
Greek Monotonic
ὑποσφίγγω: σφίγγω σφιχτά από κάτω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσφίγγω: подвязывать, перевязывать снизу (πλοκαμῖδας καλύπτρῃ Anth.).