ὑπόπικρος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ον,
A somewhat bitter, Diocl.Fr.43, Thphr.HP3.11.4, 9.11.3, al., Gal.6.612.
German (Pape)
[Seite 1228] etwas bitter; Diphil. bei Ath. III, 91 b; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόπικρος: -ον, ὀλίγον πικρός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11. 4., 6. 4, 10, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ὑποπίκρως, πικρῶς πως, Εὐστάθ. ἐν Mi. pa. gr. τ. 136, σ. 489.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόπικρος, -ον, ΝΑ πικρός
ο κάπως πικρός, πικρούτσικος.
επίρρ...
ὑποπίκρως Μ
κάπως πικρά.