Ὑμήν
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
ένος, ὁ,
A Hymen, the god of marriages, v. ll. cc. sub ὑμέναιος: —voc. Ὑμέν is cited from Call. (Fr.461). II = ὑμέναιος 1, wedding-song, Poll.3.37. [ῡ Theoc.18.58, whereas in Ὑμέναιος υ is short; but ῠ Opp.C.1.341 (text doubtful in E.Tr.331 (lyr.)), cf. Lat. Hy, Hymenaeus.]
French (Bailly abrégé)
ένος (ὁ) :
voc. Ὑμέν;
Hymen, dieu du mariage.
Étymologie: ὑμήν.
Greek Monotonic
Ὑμήν: -ένος, ὁ, Υμήν, ο θεός του γάμου, βλ. Ὑμέναιος (ῡ, σε αντίθ. προς το Ὑμέναιος, όπου το υ είναι βραχύ).