ῥοών
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (ῥόα)
A pomegranate-orchard, LXX Za.12.11.
German (Pape)
[Seite 850] ῶνος, ὁ, ein mit Granatäpfelbäumen bepflanzter Platz, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοών: -ῶνος, ὁ, (ῥόα) ἄλσος ἐκ ῥοῶν, τόπος κατάφυτος ἐκ ῥοιῶν, Ἑβδ. (Ζαχ. ΙΒ΄, 11).
Greek Monolingual
ὁ, Α
κήπος με ροδιές, ροδώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα «ροδιά» + επίθημα -ών (πρβλ. ελαι-ών)].