ῥῄτερος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
Ion. for ῥηΐτερος,
A v. ῥᾴδιος. ϝρητεύω, v. ἀρητεύω.
German (Pape)
[Seite 841] ion. zsgzgn statt ῥηΐτερος, Lob. Phryn. p. 402.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῄτερος: Ἰων. ἀντὶ ῥηίτερος, Θέογν. 1370· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 402.
Greek Monolingual
και ῥηΐτερος, -έρα, -ον, Α
(συγκρ. τ. του ῥᾷδιος)
βλ. ῥᾴτερος.
Greek Monotonic
ῥῄτερος: Ιων. αντί ῥηΐτερος, σε Θεόγν.
Russian (Dvoretsky)
ῥῄτερος: стяж. = ῥηΐτερος.