Κωπαΐς

From LSJ
Revision as of 07:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek (Liddell-Scott)

Κωπαΐς: ΐδος, συνῃρ. Κωπᾷς, ᾷδος, ἡ, ἐκ Κωπῶν ἢ παρὰ τὰς Κώπας (πόλιν τῆς Βοιωτίας), ἡ Κ. λίμνη Στράβ. 410, κ. ἀλλ. 2) ἐγχέλεις Κωπαΐδες, ἐκ τῆς Κωπαΐδος λίμνης, αἵτινες καὶ ὀνομασταὶ ἦσαν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 880, Κωπᾷδ’ ἔγχελυν αὐτόθι 962· καὶ ἄνευ τοῦ οὐσιαστ., Κωπᾴδων σπυρίδας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1005· Κωπᾴδων ἁπαλῶν τεμάχη Στράττ. ἐν «Φιλοκτήτῃ» 1, κλ.

Greek Monotonic

Κωπαΐς: -αΐδος, συνηρ. Κωπᾷς, -ᾷδος, ,
1. αυτός που ανήκει ή είναι κοντά στην Κωπαΐδα (στην Βοιωτία), ἡ. Κ. λίμνη, η λίμνη Κωπαΐδα, σε Στράβ.
2. ἐγχέλεις Κωπαΐδες, χέλια από τη λίμνη της Κωπαΐδας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Κωπαΐς: ΐδος adj. f копаидский: Κωπαῒς ἔγχελυς Arph. копаидский угорь (весьма ценившийся).
ΐδος ἡ
1) (sc. λίμνη) Копаида (озеро в Беотии) Her. etc.;
2) (sc. ἔγχελυς) копаидский угорь Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Κωπαΐς -ΐδος [Κῶπαι] gen. ook Κωπᾷδος, acc. Κωπᾷδα, gen. plur. Κωπᾴδων, van Copae (in Boeotië):; ἡ Κ. λίμνη het Copaïsche meer Hdt. 8.135.1; Κωπαῒς ἔγχελυς, ook subst. ἡ Κ. aal uit het Copaïsche meer.