καμπτός

From LSJ
Revision as of 22:26, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπτός Medium diacritics: καμπτός Low diacritics: καμπτός Capitals: ΚΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: kamptós Transliteration B: kamptos Transliteration C: kamptos Beta Code: kampto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A flexible, Pl. Ti.44e, Arist.Mete.385a13, al.    II masc. as Subst., = καμπτήρ 11, Aq.Pr.2.9, Sch.Ar.Nu.28, v.l. in EM609.29 and Choerob.in Theod. 2.151.    2 flank, Hippiatr.32.

Greek (Liddell-Scott)

καμπτός: -ή, -όν, ὃν δύναται νὰ κάμψῃ τις, Πλάτ. Τίμ. 44Ε, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = καμπτὴρ ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 28, Ἐτυμ. Μ. 609. 29, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 courbé;
2 flexible.
Étymologie: adj. verb. de κάμπτω.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καμπτός, -ή, -όν) κάμπτω
αυτός που μπορεί να καμφθεί, εύκαμπτος, ευλύγιστος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.καμπτός
α) καμπτήρας
β) πτέρυγα, πλευρό.

Russian (Dvoretsky)

καμπτός: сгибающийся, гибкий (κῶλα Plat.; μόρια Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καμπτός -ή -όν [κάμπτω] buigzaam.

English (Woodhouse)

pliant

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)