παντεπίθυμος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ον, A = παντορέκτης 11, Polem.Phgn.30.
German (Pape)
[Seite 463] = πανεπίθυμος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντεπίθῡμος: παντεπίσκεπτος, παντεπίσκοπος, = πανεπ-, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
πανεπίθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ἐπιθυμῶ (πρβλ. κακ-επίθυμος)].