μορμύσσομαι
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
A = μορμολύττομαι 1, Call.Dian.70, Del.297: also aor. 1 part. Act. μορμύξαντες JRS17.52 (Phrygia, iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 207] = μορμολύττομαι, in Furcht setzen, Callim. Dian. 70, Schol. ἐκφοβεῖν, Del. 297.
Greek (Liddell-Scott)
μορμύσσομαι: μορμολύττομαι Ι, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 70, εἰς Δῆλ. 297· - οὕτω μορμύνω, «μορμύνει· δεινοποιεῖ» Ἡσύχ.