Κρόνια
From LSJ
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
English (LSJ)
ων, τά, A v. Κρόνιος.
Greek (Liddell-Scott)
Κρόνια: -ων, τά, ἴδε ἐν λ. Κρόνιος.
French (Bailly abrégé)
Greek Monotonic
Κρόνια: -ων, τά, βλ. Κρόνιος.
Russian (Dvoretsky)
Κρόνια: τά (sc. ἱερά)
1) Кронии (празднества в честь Крона в Афинах в 12-й день месяца Ἑκατομβαιών, см. Κρόνιος I, 2 Dem.;
2) римск. праздник Сатурналий Plut.