αἱματώψ
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, A = αἱματωπός, E.HF933 (cj. Pors.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, = αἱματωπός, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 933· ἐξ εἰκασίας Πόρσωνος.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτώψ) -ῶπος
sanguinolento ῥίζας τ' ἐν ὄσσοις αἱματῶπας ἐκβαλών E.HF 933.
Greek Monotonic
αἱμᾰτώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ = αἱματωπός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτώψ: ῶπος adj. Eur. = αἱματωπός.
Middle Liddell
= αἱματωπός, Eur.]