γήποτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A v. γάποτος.
German (Pape)
[Seite 489] von der Erde getrunken, dor. γαπ., Aesch. Pers. 613 Ch. 95.
Greek (Liddell-Scott)
γήποτος: -ον, ἴδε ἐν λ. γάποτος.
Greek Monolingual
γήποτος και γάποτος, -ον (Α)
αυτός που απορροφάται ή απορροφήθηκε από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -ποτος < ποτός < πίνω.
Greek Monotonic
γήποτος: -ον, βλ. γά-ποτος.
Russian (Dvoretsky)
γήποτος: дор. γάποτος 2 впитываемый землей (χοαί, τιμαί Aesch.).