γαλεώτης

Revision as of 17:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A gecko lizard, Ar.Nu.173, Arist.Fr.370.    II sword-fish, = ξιφίας, Plb.34.2.12, Str.1.2.15.    III weasel, Luc. VH1.35; γ. γέρων (transl. by colore mustelino, Ter.Eun.4.4.21) Men.188.

German (Pape)

[Seite 471] ὁ, 1) eine bunte Eidechsenart, Ar. Nubb. 174. – 2) der Schwertfisch, ξιφίας Pol. 34, 2, 12; Strab. 1, 2, 15; Luc. V. Hist. 1, 35.

Greek (Liddell-Scott)

γαλεώτης: -ου, ὁ σαύρα κηλιδωτή, γουστέρα παρδαλή, ἀλλαχοῦ ἀσκαλαβώτης, Λατ. stellio, Ἀριστοφ. Νεφ. 173· γαλεώτης γέρων, ψαρὸς ὡς γαλῆ, Μένανδρ. Εὐν. 3, πρβλ. Βεντ. Τερεντ. Εὐν. 4. 4, 22. ΙΙ. ὁ ἰχθὺς ξιφίας Πολύβ. 34. 2, 12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 sorte de lézard moucheté, gécko (AR), animal;
2 espadon = ξιφίας, poisson.
Étymologie: DELG γαλέη.

Spanish (DGE)

(γᾰλεώτης) -ου, ὁ
zool.
1 lagartija moteada Ar.Nu.173, Arist.Fr.370, Plu.2.924a, Ael.NA 9.19, Sch.Nic.Th.484a, γ. γέρων el viejo es una lagartija moteada, e.d. está lleno de pecas Men.Fr.163.
2 pez espada Plb.34.2.12, 15, 34.3.1, cf. Hsch.
3 comadreja Luc.VH 1.35.

Greek Monolingual

γαλεώτης, ο (Α)
1. είδος κηλιδωτής σαύρας, ο ασκαλαβώτης
2. ο ξιφίας
3. η ικτίς
4. φρ. «γαλεώτης γέρων» — γέρος ψαρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + (επίθημα) -ώτης με τις σημ. 1 και 3, ενώ < γαλεός + (επίθημα) -ώτης με τη σημ. 2, εκτός αν γίνει αποδεκτή η άποψη γαλεός < γαλεώτης (βλ. και λ. γαλέος)].

Greek Monotonic

γαλεώτης: -ου, ὁ (γαλέη), σαύρα με στίγματα, με κηλίδες· Λατ. stellio, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλεώτης: ου ὁ
1) галеот (вид крапчатой или пятнистой ящерицы) Arph., Arst., Plut.: γ. γέρων погов. Men. седой как лунь, старик;
2) меч-рыба Polyb., Luc.

Middle Liddell

γαλέη
a spotted lizard, Lat. stellio, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαλεώτης -ου, ὁ γαλέη
1. gekko. Aristoph. Nub. 173.
2. wezel of hagedis. Luc. 13.35.