γαλέος

From LSJ

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65

Greek Monolingual

ο (AM γαλέος)
κοινή ονομασία ψαριών του γένους Mustelus (Καρχαριοειδείς Χονδριχθύες)·
[ΕΤΥΜΟΛ. Είναι πιθ. ο γαλεός να έλαβε την ονομασία του από τη γαλή εξαιτίας της μορφής του, αλλά ο τρόπος σχηματισμού της λέξης παραμένει ασαφής. Δεν αποκλείεται εξάλλου να προήλθε από το γαλεώτης (< γαλέη, γαλή) με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. ασκαλαβώτης: ασκάλαβος). Ο νεοελλ. τ. γαλέος < αρχ. γαλεός, με αναβιβασμό τόνου].