γαλέος
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
Greek Monolingual
ο (AM γαλέος)
κοινή ονομασία ψαριών του γένους Mustelus (Καρχαριοειδείς Χονδριχθύες)·
[ΕΤΥΜΟΛ. Είναι πιθ. ο γαλεός να έλαβε την ονομασία του από τη γαλή εξαιτίας της μορφής του, αλλά ο τρόπος σχηματισμού της λέξης παραμένει ασαφής. Δεν αποκλείεται εξάλλου να προήλθε από το γαλεώτης (< γαλέη, γαλή) με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. ασκαλαβώτης: ασκάλαβος). Ο νεοελλ. τ. γαλέος < αρχ. γαλεός, με αναβιβασμό τόνου].