γοητευτικός

From LSJ
Revision as of 17:25, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοητευτικός Medium diacritics: γοητευτικός Low diacritics: γοητευτικός Capitals: ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: goēteutikós Transliteration B: goēteutikos Transliteration C: goiteftikos Beta Code: gohteutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A = γοητικός, Porph.VP 39, Poll.4.48. Adv. -κῶς ib.51.

German (Pape)

[Seite 500] = γοητικός, Sp., Poll. 4, 84.

Greek (Liddell-Scott)

γοητευτικός: ή, όν,= γοητικός, ή, όν, Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πολυδ. Δ΄, 48. ― Ἐπίρρ.–κῶς Πολυδ. Δ΄, 51, Θ΄, 135.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 embrujador, que hechiza ἡδονή Porph.VP 39, sent. peyor. para insultar a un sofista, Poll.4.48.
2 adv. -ῶς con poder de encantamiento Poll.4.51.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α γοητευτικός, -ή, -όν) γοητεύω
νεοελλ.
αυτός που γοητεύει, ο ελκυστικός
αρχ.
ο γοητευτικός.