γιγγλισμός
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ὁ, A tickling, Suid. II = γίγγλυμος 5, Paus.Gr.Fr. 108.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγλισμός: ὁ, γαργάλισμα, Γραμμ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): γιγλ- Sud., Anecd.Ludw.74.17
cosquillas, risa a carcajadas producida por las cosquillas, Hsch., Sud., Anecd.Ludw.l.c.
• Etimología: Deformación expresiva de κιχλισμός quizá por influencia de γίγγρος etc.
Greek Monolingual
γιγγλισμός, ο (Α)
1. το γαργάλημα
2. το φίλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός μεταπλασμός του κιχλισμός πιθανώς με επίδραση του γίγγρος}.
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.
Meaning: γαργαλισμὸς (tickling) ἀπὸ χειρῶν, γέλως H.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: DELG compares κιχλισμός (hardly influenced by γίγγρος{{)}. (Also for γίγγλυμος.)
}}
Frisk Etymology German
γιγγλισμός: {gigglismós}
Meaning: γαργαλισμὸς ἀπὸ χειρῶν, γέλως H.
Etymology : Onomatopoetisch, vgl. γίγγρος.
Page 1,306