δαμείω
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
δᾰμήμεναι, A v. δαμάζω.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμείω: δαμήμεναι, ἴδε ἐν λ. δαμάζω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ sg. sbj. ao.2 Pass. épq. de δάμνημι.
English (Autenrieth)
see δάμνημι.
Greek Monotonic
δᾰμείω: Επικ. αντί δαμῶ, υποτ. Παθ. αορ. βʹ του δαμάζω.
Russian (Dvoretsky)
δαμείω: эп. conjct. к δάμνημι.