Φράγκος

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503

Greek Monolingual

ο, ΝΜ, θηλ. Φράγκα και Φράγκισσα Ν
1. κάτοικος της δυτικής Ευρώπης, χωρίς εθνολογική διάκριση
2. Ρωμαιοκαθολικός
νεοελλ.
στον πληθ. οι Φράγκοι
γερμανικός λαός που εγκαταστάθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα στη δεξιά όχθη του Ρήνου και αργότερα στη ρωμαϊκή Γαλατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Francus «Γάλλος». Η λ. απαντά και ως α' συνθετικό ουσ. με σημ. «ρωμαιοκαθολικός, μη ορθόδοξος» (πρβλ. φραγκο-κλησιά, φραγκό-παπας), αλλά και με σημ. «ξένος, μη ντόπιος», συν. σε κν. ονομ. ζώων και φυτών (πρβλ. φραγκό-κοτα, φραγκο-στάφυλο)].