τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
-η, -ο (Α ἄζωστος, -ον)
αυτός που δεν φοράει ζώνη, ο μη ζωσμένος
αρχ.
ο μη οπλισμένος, άοπλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ζωστός, ρηματ. επίθ. του ζώννυμι (ζωννύω, ζώνω)].