θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
ἄνδιχα (Α)1. επίρρ. σε δύο κομμάτια, δύο μέρη, χωριστά2. πρόθ. δίχως, χωρίς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + δίχα.