αγαλματουργός
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
ἀγαλματουργός, ο (Α)
ο αγαλματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγαλμα + -ουργὸς < ἔργον.
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
ἀγαλματουργός, ο (Α)
ο αγαλματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγαλμα + -ουργὸς < ἔργον.