ίλος

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
1. καθετί που αποσπάται με βίαιο τρόπο και, κυρίως, λεπτό χνούδι
2. στον πληθ. oἱ τίλοι
οι λεπτές τρίχες τών φρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τίλλω].