αγαθοποιός
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek Monolingual
ἀγαθοποιός, -όν (Α)
αγαθοεργός, ευεργετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + -ποιὸς < ποιῶ].
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
ἀγαθοποιός, -όν (Α)
αγαθοεργός, ευεργετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + -ποιὸς < ποιῶ].